υπνοβάτις
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπνοβάτις | οι | υπνοβάτιδες |
| γενική | της | υπνοβάτιδος (υπνοβάτιδας) |
των | υπνοβατίδων (υπνοβάτιδων) |
| αιτιατική | την | υπνοβάτιδα | τις | υπνοβάτιδες |
| κλητική | υπνοβάτι (υπνοβάτις) | υπνοβάτιδες | ||
| Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική. | ||||
| Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπνοβάτις < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑπνοβάτις
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.pnoˈva.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πνο‐βά‐τις
- ομόηχο: υπνοβάτης
Ουσιαστικό
υπνοβάτις θηλυκό
- (λόγιο) υπνοβάτισσα, θηλυκό του υπνοβάτης κυρίως, για τον τίτλο της ομώνυμης όπερας
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε υπνοβάτης
υπνοβάτις
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.