υπνοβάτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπνοβάτιδα οι υπνοβάτιδες
      γενική της υπνοβάτιδας των υπνοβάτιδων
    αιτιατική την υπνοβάτιδα τις υπνοβάτιδες
     κλητική υπνοβάτιδα υπνοβάτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπνοβάτιδα < υπνοβάτης + -ιδα

Ουσιαστικό

υπνοβάτιδα θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • υπνοβάτιδα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.