υπερτιμολόγηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερτιμολόγηση οι υπερτιμολογήσεις
      γενική της υπερτιμολόγησης* των υπερτιμολογήσεων
    αιτιατική την υπερτιμολόγηση τις υπερτιμολογήσεις
     κλητική υπερτιμολόγηση υπερτιμολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερτιμολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερτιμολόγηση < υπερ- + τιμολόγηση

Προφορά

ΔΦΑ : /i.peɾ.ti.moˈlo.ʝi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπερτιμολόγηση

Ουσιαστικό

υπερτιμολόγηση θηλυκό

  • (οικονομία) τιμολόγηση με ποσό μεγαλύτερο από την πραγματική του αξία του αγαθού ή της παροχής υπηρεσίας
    Η εταιρία κάλυψε το ποσοστό συμμετοχής της με υπερτιμολογήσεις.

Συγγενικά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.