τιμολόγηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τιμολόγηση | οι | τιμολογήσεις |
| γενική | της | τιμολόγησης* | των | τιμολογήσεων |
| αιτιατική | την | τιμολόγηση | τις | τιμολογήσεις |
| κλητική | τιμολόγηση | τιμολογήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, τιμολογήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τιμολόγηση < τιμολογώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.