υπερπηδητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερπηδητής οι υπερπηδητές
      γενική του υπερπηδητή των υπερπηδητών
    αιτιατική τον υπερπηδητή τους υπερπηδητές
     κλητική υπερπηδητή υπερπηδητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερπηδητής < υπερπηδώ + -τής

Ουσιαστικό

υπερπηδητής[1] αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. υπερπηδητής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.