υπερκαταναλωτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερκαταναλωτισμός οι υπερκαταναλωτισμοί
      γενική του υπερκαταναλωτισμού των υπερκαταναλωτισμών
    αιτιατική τον υπερκαταναλωτισμό τους υπερκαταναλωτισμούς
     κλητική υπερκαταναλωτισμέ υπερκαταναλωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερκαταναλωτισμός < υπερ- + καταναλωτισμός

Ουσιαστικό

υπερκαταναλωτισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.