υπεραπόσταση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπεραπόσταση οι υπεραποστάσεις
      γενική της υπεραπόστασης* των υπεραποστάσεων
    αιτιατική την υπεραπόσταση τις υπεραποστάσεις
     κλητική υπεραπόσταση υπεραποστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπεραποστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπεραπόσταση < υπερ- + απόσταση

Ουσιαστικό

υπεραπόσταση θηλυκό

  • πολύ μεγάλη απόσταση
      Ο υπερμαραθωνοδρόμος ελληνικής καταγωγής Κωνσταντίνος Καρνάζης γνωστός ως Dean Karnazes αποκάλυψε με ανάρτησή του στα social media ότι δέχτηκε επίθεση από κογιότ. (…) «Ήταν λίγο βάναυσο. Δεν είμαι σίγουρος τι θα κάνω. Υποθέτω ότι πρέπει να συνεχίσω, αλλιώς μάλλον θα επιστρέψει», λέει ο πιο διάσημος δρομέας υπεραποστάσεων του κόσμου, που έχει τρέξει σε ολόκληρο τον πλανήτη. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.