κογιότ
Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία
- κογιότ < (άμεσο δάνειο) αγγλική coyote < ισπανική coyote < νάουατλ coyotl
Ουσιαστικό
κογιότ ουδέτερο άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) θηλαστικό ζώο της Βόρειας Αμερικής, που συγγενεύει με τον λύκο
-
κογιότ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.