υπεραπλούστευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπεραπλούστευση | οι | υπεραπλουστεύσεις |
| γενική | της | υπεραπλούστευσης* | των | υπεραπλουστεύσεων |
| αιτιατική | την | υπεραπλούστευση | τις | υπεραπλουστεύσεις |
| κλητική | υπεραπλούστευση | υπεραπλουστεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υπεραπλουστεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπεραπλούστευση < υπεραπλουστεύω + -ση
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις υπεραπλουστεύω και απλός
Μεταφράσεις
υπεραπλούστευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.