υπεράξιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπεράξιος | η | υπεράξιη | το | υπεράξιο |
| γενική | του | υπεράξιου | της | υπεράξιης | του | υπεράξιου |
| αιτιατική | τον | υπεράξιο | την | υπεράξιη | το | υπεράξιο |
| κλητική | υπεράξιε | υπεράξιη | υπεράξιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπεράξιοι | οι | υπεράξιες | τα | υπεράξια |
| γενική | των | υπεράξιων | των | υπεράξιων | των | υπεράξιων |
| αιτιατική | τους | υπεράξιους | τις | υπεράξιες | τα | υπεράξια |
| κλητική | υπεράξιοι | υπεράξιες | υπεράξια | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπεράξιος < ελληνιστική κοινή ὑπεράξιος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
υπεράξιος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.