υπεκμισθώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.pek.miˈsθo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πεκ‐μι‐σθώ‐νο‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : υ‐πε‐κμι‐σθώ‐νο‐μαι
- ομόηχο: υπεκμισθώνομε
Ρήμα
υπεκμισθώνομαι, π.αόρ.: υπεκμισθώθηκα, μτχ.π.π.: υπεκμισθωμένος, (ενεργ.: υπεκμισθώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος υπεκμισθώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.