υπαρξιστικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπαρξιστικά < υπαρξιστικός + < υπαρξιστής < ύπαρξη < αρχαία ελληνική ὕπαρξις < ὑπάρχω < ὑπό + ἄρχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂érgʰ- (ἄρχω)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.paɾ.ksi.stiˈka/

Επίρρημα

υπαρξιστικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

υπαρξιστικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.