υπαρξίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπαρξίστρια | οι | υπαρξίστριες |
| γενική | της | υπαρξίστριας | των | υπαρξιστριών |
| αιτιατική | την | υπαρξίστρια | τις | υπαρξίστριες |
| κλητική | υπαρξίστρια | υπαρξίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπαρξίστρια < υπαρξιστής + -τρια < ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική existentialiste)
Μεταφράσεις
υπαρξίστρια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.