υδρόθειο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υδρόθειο | τα | υδρόθεια |
| γενική | του | υδρόθειου & υδροθείου |
των | υδρόθειων & υδροθείων |
| αιτιατική | το | υδρόθειο | τα | υδρόθεια |
| κλητική | υδρόθειο | υδρόθεια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υδρόθειο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
υδρόθειο ουδέτερο
Μεταφράσεις
υδρόθειο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.