υδροϊωδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδροϊωδικός η υδροϊωδική το υδροϊωδικό
      γενική του υδροϊωδικού της υδροϊωδικής του υδροϊωδικού
    αιτιατική τον υδροϊωδικό την υδροϊωδική το υδροϊωδικό
     κλητική υδροϊωδικέ υδροϊωδική υδροϊωδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδροϊωδικοί οι υδροϊωδικές τα υδροϊωδικά
      γενική των υδροϊωδικών των υδροϊωδικών των υδροϊωδικών
    αιτιατική τους υδροϊωδικούς τις υδροϊωδικές τα υδροϊωδικά
     κλητική υδροϊωδικοί υδροϊωδικές υδροϊωδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υδροϊωδικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

υδροϊωδικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.