υδροϊώδιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υδροϊώδιο | τα | υδροϊώδια |
| γενική | του | υδροϊωδίου & υδροϊώδιου |
των | υδροϊωδίων |
| αιτιατική | το | υδροϊώδιο | τα | υδροϊώδια |
| κλητική | υδροϊώδιο | υδροϊώδια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υδροϊώδιο ουδέτερο
- ανόργανη διατομική χημική ένωση, που περιέχει υδρογόνο και ιώδιο, με χημικό τύπο HI
Μεταφράσεις
υδροϊώδιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.