υδροχλωρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υδροχλωρικός | η | υδροχλωρική | το | υδροχλωρικό |
| γενική | του | υδροχλωρικού | της | υδροχλωρικής | του | υδροχλωρικού |
| αιτιατική | τον | υδροχλωρικό | την | υδροχλωρική | το | υδροχλωρικό |
| κλητική | υδροχλωρικέ | υδροχλωρική | υδροχλωρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υδροχλωρικοί | οι | υδροχλωρικές | τα | υδροχλωρικά |
| γενική | των | υδροχλωρικών | των | υδροχλωρικών | των | υδροχλωρικών |
| αιτιατική | τους | υδροχλωρικούς | τις | υδροχλωρικές | τα | υδροχλωρικά |
| κλητική | υδροχλωρικοί | υδροχλωρικές | υδροχλωρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υδροχλωρικός < υδροχλώριο (υδρο- + χλώριο) + -ικός
Μεταφράσεις
υδροχλωρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.