υδροσωλήνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υδροσωλήνας οι υδροσωλήνες
      γενική του υδροσωλήνα των υδροσωλήνων
    αιτιατική τον υδροσωλήνα τους υδροσωλήνες
     κλητική υδροσωλήνα υδροσωλήνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υδροσωλήνας < υδρο- + σωλήνας

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ðɾo.soˈli.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υδροσωλήνας

Ουσιαστικό

υδροσωλήνας αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.