υδροσταγονίδιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υδροσταγονίδιο | τα | υδροσταγονίδια |
| γενική | του | υδροσταγονίδιου & υδροσταγονιδίου |
των | υδροσταγονίδιων & υδροσταγονιδίων |
| αιτιατική | το | υδροσταγονίδιο | τα | υδροσταγονίδια |
| κλητική | υδροσταγονίδιο | υδροσταγονίδια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υδροσταγονίδιο < υδροσταγόνα + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ðɾo.sta.ɣoˈni.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δρο‐στα‐γο‐νί‐δι‐ο
Ουσιαστικό
υδροσταγονίδιο ουδέτερο
- μικρή υδροσταγόνα
- ※ Το στέμμα είναι μικρότερος φωτεινός κύκλος από την άλω. Δημιουργείται από την περίθλαση των ακτίνων του ήλιου ή του φεγγαριού στα υδροσταγονίδια των νεφών που βρίσκονται εμπρός από τον ήλιο ή το φεγγάρι. (Καιρός : Τα «σημάδια» της φύσης που δείχνουν πότε θα βρέξει ή πότε θα έχει καλοκαιρία, εφημερίδα Τα Νέα, 3 Οκτωβρίου 2018)
Μεταφράσεις
υδροσταγονίδιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.