υδρομάλαξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υδρομάλαξη | οι | υδρομαλάξεις |
| γενική | της | υδρομάλαξης* | των | υδρομαλάξεων |
| αιτιατική | την | υδρομάλαξη | τις | υδρομαλάξεις |
| κλητική | υδρομάλαξη | υδρομαλάξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υδρομαλάξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υδρομάλαξη θηλυκό
- μάλαξη που γίνεται με τη χρήση ύδατος
- ※ Οποιαδήποτε από τις παραπάνω μορφές μάλαξης που ασκείται πάνω στο σώμα, όταν αυτό βρίσκεται μέσα στο νερό, περιγράφεται με τον όρο υδρομάλαξη. Η υδρομάλαξη εφαρμόζεται τόσο στη θεραπευτική, όσο και στην αισθητική και το μηχανικό ερέθισμα που προκαλείται στην επιφάνεια του σώματος πραγματοποιείται με τους τρεις παρακάτω κύριους τρόπους: α) την κίνηση του νερού (δινόλουτρο) β) τη δύναμη πίεσης (εκτόξευσης) ή αναρρόφησης του νερού γ) τους κλασικούς χειρισμούς μάλαξης που γίνονται μέσα στο νερό από το θεραπευτή. (Από πτυχιακή εργασία με θέμα «Υδρομάλαξη και εισπνοθεραπεία στις ιαματικές πηγές»)
Μεταφράσεις
υδρομάλαξη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.