υδροκυάνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υδροκυάνιο | τα | υδροκυάνια |
| γενική | του | υδροκυανίου & υδροκυάνιου |
των | υδροκυανίων |
| αιτιατική | το | υδροκυάνιο | τα | υδροκυάνια |
| κλητική | υδροκυάνιο | υδροκυάνια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υδροκυάνιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
υδροκυάνιο ουδέτερο
- χημική ένωση από το υδρογόνο και και το κυάνιο (χημικό τύπο HCN), άχρωμο δηλητηριώδες υγρό με οσμή πικραμύγδαλου
Μεταφράσεις
υδροκυάνιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.