κυάνιο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κυάνιο | τα | κυάνια |
| γενική | του | κυανίου & κυάνιου |
των | κυανίων |
| αιτιατική | το | κυάνιο | τα | κυάνια |
| κλητική | κυάνιο | κυάνια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυάνιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κυάνιο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.