υδροθεραπευτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδροθεραπευτικός η υδροθεραπευτική το υδροθεραπευτικό
      γενική του υδροθεραπευτικού της υδροθεραπευτικής του υδροθεραπευτικού
    αιτιατική τον υδροθεραπευτικό την υδροθεραπευτική το υδροθεραπευτικό
     κλητική υδροθεραπευτικέ υδροθεραπευτική υδροθεραπευτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδροθεραπευτικοί οι υδροθεραπευτικές τα υδροθεραπευτικά
      γενική των υδροθεραπευτικών των υδροθεραπευτικών των υδροθεραπευτικών
    αιτιατική τους υδροθεραπευτικούς τις υδροθεραπευτικές τα υδροθεραπευτικά
     κλητική υδροθεραπευτικοί υδροθεραπευτικές υδροθεραπευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υδροθεραπευτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

υδροθεραπευτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.