υδροθεραπεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υδροθεραπεία | οι | υδροθεραπείες |
| γενική | της | υδροθεραπείας | των | υδροθεραπειών |
| αιτιατική | την | υδροθεραπεία | τις | υδροθεραπείες |
| κλητική | υδροθεραπεία | υδροθεραπείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υδροθεραπεία < (λόγιο δάνειο) γαλλική hydrothérapie[1] < υδρο- + -θεραπεία
Ουσιαστικό
υδροθεραπεία θηλυκό
- το συνολο των θεραπευτικών μεθόδων που αξιοποιούν τις φυσικές και χημικές ιδιότητες του νερού
Μεταφράσεις
υδροθεραπεία
|
- υδροθεραπεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.