υδροθεραπεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδροθεραπεία οι υδροθεραπείες
      γενική της υδροθεραπείας των υδροθεραπειών
    αιτιατική την υδροθεραπεία τις υδροθεραπείες
     κλητική υδροθεραπεία υδροθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υδροθεραπεία < (λόγιο δάνειο) γαλλική hydrothérapie[1] < υδρο- + -θεραπεία

Ουσιαστικό

υδροθεραπεία θηλυκό

το συνολο των θεραπευτικών μεθόδων που αξιοποιούν τις φυσικές και χημικές ιδιότητες του νερού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.