υδροθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδροθήκη οι υδροθήκες
      γενική της υδροθήκης των υδροθηκών
    αιτιατική την υδροθήκη τις υδροθήκες
     κλητική υδροθήκη υδροθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υδροθήκη < υδρο- + -ο- + -θήκη / ὑδροθήκη < γαλλική hydrothèque

Ουσιαστικό

υδροθήκη θηλυκό

  1. (παρωχημένο) δεξαμενή νερού, στέρνα
  2. το σύνολο των δεξαμενών πόσιμου νερού σε ένα πλοίο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.