ὑδροθήκη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὑδροθήκη | αἱ | ὑδροθῆκαι | ||||
| γενική | τῆς | ὑδροθήκης | τῶν | ὑδροθηκῶν | ||||
| δοτική | τῇ | ὑδροθήκῃ | ταῖς | ὑδροθήκαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | ὑδροθήκην | τὰς | ὑδροθήκᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | ὑδροθήκη | ὑδροθῆκαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑδροθήκᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑδροθήκαιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ὑδροθήκη (ελληνιστική κοινή) < ὑδρο- + θήκη
Ουσιαστικό
ὑδροθήκη, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- δεξαμενή νερού, στέρνα
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 5, 42 @scaife.perseus, @el.wikisource
- ἦν δὲ καὶ ὑδροθήκη κατὰ τὴν πρῷραν κλειστή, δισχιλίους μετρητὰς δεχομένη, ἐκ σανίδων καὶ πίττης καὶ ὀθονίων κατεσκευασμένη. παρὰ δὲ ταύτην κατεσκεύαστο διὰ μολιβδώματος καὶ σανίδων κλειστὸν ἰχθυοτροφεῖον·
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 5, 42 @scaife.perseus, @el.wikisource
Πηγές
- ὑδροθήκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.