υγροποιημένο φυσικό αέριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το υγροποιημένο φυσικό αέριο
      γενική του υγροποιημένου φυσικού αερίου
    αιτιατική το υγροποιημένο φυσικό αέριο
     κλητική υγροποιημένο φυσικό αέριο
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υγροποιημένο φυσικό αέριο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική liquefied natural gas  δείτε τις λέξεις υγροποιημένος και φυσικό αέριο

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ɣɾo.pi.iˈme.no fi.siˈko aˈe.ɾi.o/

Πολυλεκτικός όρος

υγροποιημένο φυσικό αέριο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.