υγιεινολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υγιεινολογικός | η | υγιεινολογική | το | υγιεινολογικό |
| γενική | του | υγιεινολογικού | της | υγιεινολογικής | του | υγιεινολογικού |
| αιτιατική | τον | υγιεινολογικό | την | υγιεινολογική | το | υγιεινολογικό |
| κλητική | υγιεινολογικέ | υγιεινολογική | υγιεινολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υγιεινολογικοί | οι | υγιεινολογικές | τα | υγιεινολογικά |
| γενική | των | υγιεινολογικών | των | υγιεινολογικών | των | υγιεινολογικών |
| αιτιατική | τους | υγιεινολογικούς | τις | υγιεινολογικές | τα | υγιεινολογικά |
| κλητική | υγιεινολογικοί | υγιεινολογικές | υγιεινολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υγιεινολογικός < υγιεινολογ(ία) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ʝi.i.no.lo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐γι‐ει‐νο‐λο‐γι‐κός
Μεταφράσεις
υγιεινολογικός
|
|
Πηγές
- υγιεινολογικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.