υγιεινολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υγιεινολογικός η υγιεινολογική το υγιεινολογικό
      γενική του υγιεινολογικού της υγιεινολογικής του υγιεινολογικού
    αιτιατική τον υγιεινολογικό την υγιεινολογική το υγιεινολογικό
     κλητική υγιεινολογικέ υγιεινολογική υγιεινολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υγιεινολογικοί οι υγιεινολογικές τα υγιεινολογικά
      γενική των υγιεινολογικών των υγιεινολογικών των υγιεινολογικών
    αιτιατική τους υγιεινολογικούς τις υγιεινολογικές τα υγιεινολογικά
     κλητική υγιεινολογικοί υγιεινολογικές υγιεινολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υγιεινολογικός < υγιεινολογ(ία) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ʝi.i.no.lo.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υγιεινολογικός

Επίθετο

υγιεινολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.