υαλοθέτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υαλοθέτης οι υαλοθέτες
      γενική του υαλοθέτη των υαλοθετών
    αιτιατική τον υαλοθέτη τους υαλοθέτες
     κλητική υαλοθέτη υαλοθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υαλοθέτης < ύαλ(ος) + -ο- + -θέτης (μαρτυρείται από το 1856)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.a.loˈθe.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υαλοθέτης

Ουσιαστικό

υαλοθέτης αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.