υαλοβολή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υαλοβολή οι υαλοβολές
      γενική της υαλοβολής των υαλοβολών
    αιτιατική την υαλοβολή τις υαλοβολές
     κλητική υαλοβολή υαλοβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υαλοβολή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική glass bead blasting ή glass blasting  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

υαλοβολή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.