υδροβολή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υδροβολή | οι | υδροβολές |
| γενική | της | υδροβολής | των | υδροβολών |
| αιτιατική | την | υδροβολή | τις | υδροβολές |
| κλητική | υδροβολή | υδροβολές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υδροβολή θηλυκό
- βολή νερού
- (τεχνολογία): μέθοδος αποχρωματισμού μεγάλων επιφανειών με βολή νερού υπό πίεση
- (ναυτικός όρος): συνήθης τρόπος καθαρισμού και αποχρωματισμού υφάλων πλοίων κατά τους δεξαμενισμούς
Συγγενικά
- υδροβολέας
- υδροβολιστής
- υδροβολώ
Μεταφράσεις
υδροβολή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.