υδροβολή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδροβολή οι υδροβολές
      γενική της υδροβολής των υδροβολών
    αιτιατική την υδροβολή τις υδροβολές
     κλητική υδροβολή υδροβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υδροβολή < ύδωρ + βολή

Ουσιαστικό

υδροβολή θηλυκό

  1. βολή νερού
  2. (τεχνολογία): μέθοδος αποχρωματισμού μεγάλων επιφανειών με βολή νερού υπό πίεση
  3. (ναυτικός όρος): συνήθης τρόπος καθαρισμού και αποχρωματισμού υφάλων πλοίων κατά τους δεξαμενισμούς

Συγγενικά

  • υδροβολέας
  • υδροβολιστής
  • υδροβολώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.