υαλοσφαιρίδιο

Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υαλοσφαιρίδιο τα υαλοσφαιρίδια
      γενική του υαλοσφαιρίδιου
& υαλοσφαιριδίου
των υαλοσφαιρίδιων
& υαλοσφαιριδίων
    αιτιατική το υαλοσφαιρίδιο τα υαλοσφαιρίδια
     κλητική υαλοσφαιρίδιο υαλοσφαιρίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υαλοσφαιρίδιο < ύαλ(ος) + -ο- + σφαιρίδιο

Ουσιαστικό

υαλοσφαιρίδιο ουδέτερο

  1. σφαιρίδιο κατασκευασμένο από γυαλί
  2. μπίλια, βόλος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.