Τυραννόσαυρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τυραννόσαυρος | οι | Τυραννόσαυροι |
| γενική | του | Τυραννόσαυρου | των | Τυραννόσαυρων |
| αιτιατική | τον | Τυραννόσαυρο | τους | Τυραννόσαυρους |
| κλητική | Τυραννόσαυρε | Τυραννόσαυροι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τυραννόσαυρος < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Tyrannosaurus < αρχαία ελληνική τύρανν(ος) + -ό- + -σαυρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ti.ɾaˈno.sa.vɾos/
Κύριο όνομα
Τυραννόσαυρος αρσενικό
- (παλαιοντολογία) †ταξινομικός όρος - γένος: σαρκοβόρος δεινόσαυρος που έζησε κατά την Ύστερη Κρητιδική περίοδο (100-65 εκατ. χρόνια πριν)
Συγγενικά
- Τυραννοσαυρίδες (οικογένεια)
- Τυραννόσαυρος ρεξ (είδος) Tyrannosaurus rex
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
_2012-05-11_04.jpg.webp)