Τυραννόσαυρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τυραννόσαυρος οι Τυραννόσαυροι
      γενική του Τυραννόσαυρου των Τυραννόσαυρων
    αιτιατική τον Τυραννόσαυρο τους Τυραννόσαυρους
     κλητική Τυραννόσαυρε Τυραννόσαυροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ομοίωμα Τυρρανόσαυρου έξω από το μουσείο φυσικής ιστορίας του Senckenberg

Ετυμολογία

Τυραννόσαυρος < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Tyrannosaurus < αρχαία ελληνική τύρανν(ος) + -ό- + -σαυρος

Προφορά

ΔΦΑ : /ti.ɾaˈno.sa.vɾos/

Κύριο όνομα

Τυραννόσαυρος αρσενικό

Συγγενικά

  • Τυραννοσαυρίδες (οικογένεια)
  • Τυραννόσαυρος ρεξ (είδος) Tyrannosaurus rex

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.