τυρέμπορος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τυρέμπορος | οι | τυρέμποροι |
| γενική | του | τυρέμπορου & τυρεμπόρου |
των | τυρέμπορων & τυρεμπόρων |
| αιτιατική | τον | τυρέμπορο | τους | τυρέμπορους & τυρεμπόρους |
| κλητική | τυρέμπορε | τυρέμποροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -έμπορος στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- τυρέμπορος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.