τσουνάμι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσουνάμι < (άμεσο δάνειο) αγγλική tsunami < ιαπωνική 津波 (tsunami)) < (tsu: λιμάνι) +‎ (nami: κύμα)

Προφορά

ΔΦΑ : /tsu.ˈna.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσουνάμι

Ουσιαστικό

τσουνάμι ουδέτερο άκλιτο

  • παλιρροϊκό κύμα που εκδηλώνεται μετά από σεισμό στη θάλασσα
      Ο Αριστοτέλης διαφώνησε με όλες αυτές τις θεωρίες, υποδεικνύοντας ότι οι ιδέες του Αναξιμένη δεν ταίριαζαν με τα υπάρχοντα στοιχεία για το πού και πότε συνέβαιναν σεισμοί. Ο Αριστοτέλης επιχείρησε τη δική του εξήγηση για τους σεισμούς και τα τσουνάμι: τον άνεμο. Για να αποδείξει τη θεωρία του στηρίχθηκε στην ύπαρξη υπόγειων βουητών στα μέρη που συνέβαιναν σεισμοί, στη διόγκωση και διάρρηξη της γης και στο ξέσπασμα των ανέμων. (www.lifo.gr, 17.08.2021)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσουνάμι τα τσουνάμια
      γενική του τσουναμιού των τσουναμιών
    αιτιατική το τσουνάμι τα τσουνάμια
     κλητική τσουνάμι τσουνάμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.