κούνιες

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κούνιες < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κούνιες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. η παιδική χαρά, αλλά και οποιοσδήποτε ανοικτός δημόσιος χώρος διαθέτει διάφορα παιχνίδια για παιδιά όπως κούνια ή τσουλήθρα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κούνιες

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κούνια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.