κούνιες
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κούνιες < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κούνιες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- η παιδική χαρά, αλλά και οποιοσδήποτε ανοικτός δημόσιος χώρος διαθέτει διάφορα παιχνίδια για παιδιά όπως κούνια ή τσουλήθρα
Μεταφράσεις
κούνιες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.