τσιμπίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσιμπίδα | οι | τσιμπίδες |
| γενική | της | τσιμπίδας | των | τσιμπίδων |
| αιτιατική | την | τσιμπίδα | τις | τσιμπίδες |
| κλητική | τσιμπίδα | τσιμπίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσιμπίδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τσιμπίδα θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τσιμπίδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.