τσευδός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσευδός η τσευδή το τσευδό
      γενική του τσευδού της τσευδής του τσευδού
    αιτιατική τον τσευδό την τσευδή το τσευδό
     κλητική τσευδέ τσευδή τσευδό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσευδοί οι τσευδές τα τσευδά
      γενική των τσευδών των τσευδών των τσευδών
    αιτιατική τους τσευδούς τις τσευδές τα τσευδά
     κλητική τσευδοί τσευδές τσευδά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τσευδός < παραφθορά του ψευδός

Επίθετο

τσευδός, -ή, -ό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.