τσαρίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσαρίνα οι τσαρίνες
      γενική της τσαρίνας των τσαρίνων
    αιτιατική την τσαρίνα τις τσαρίνες
     κλητική τσαρίνα τσαρίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσαρίνα < τσάρος + κατάληξη θηλυκού -ίνα

Ουσιαστικό

τσαρίνα θηλυκό

  1. γυναίκα που έχει το αξίωμα του τσάρου
  2. η σύζυγος του τσάρου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.