τσακμακόπετρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσακμακόπετρα | οι | τσακμακόπετρες |
| γενική | της | τσακμακόπετρας | — | |
| αιτιατική | την | τσακμακόπετρα | τις | τσακμακόπετρες |
| κλητική | τσακμακόπετρα | τσακμακόπετρες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσακμακόπετρα < τσακμάκ(ι) + -ό- + πέτρα
Ουσιαστικό
τσακμακόπετρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η πέτρα του τσακμακιού
- (λαϊκότροπο) είδος πυρόλιθου που παράγει σπινθήρες όταν το χτυπάμε
Μεταφράσεις
τσακμακόπετρα
|
|
Πηγές
- τσακμακόπετρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.