τσακμακόπετρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσακμακόπετρα οι τσακμακόπετρες
      γενική της τσακμακόπετρας
    αιτιατική την τσακμακόπετρα τις τσακμακόπετρες
     κλητική τσακμακόπετρα τσακμακόπετρες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσακμακόπετρα < τσακμάκ(ι) + -ό- + πέτρα

Ουσιαστικό

τσακμακόπετρα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) η πέτρα του τσακμακιού
  2. (λαϊκότροπο) είδος πυρόλιθου που παράγει σπινθήρες όταν το χτυπάμε
     συνώνυμα: στουρναρόπετρα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.