στουρναρόπετρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στουρναρόπετρα | οι | στουρναρόπετρες |
| γενική | της | στουρναρόπετρας | — | |
| αιτιατική | τη | στουρναρόπετρα | τις | στουρναρόπετρες |
| κλητική | στουρναρόπετρα | στουρναρόπετρες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στουρναρόπετρα < στουρνάρ(ι) + -ό- + πέτρα
Μεταφράσεις
στουρναρόπετρα
|
Πηγές
- «στουρνάρι, στουρναρόπετρα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.