πυρόλιθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πυρόλιθος | οι | πυρόλιθοι |
| γενική | του | πυρόλιθου & πυρολίθου |
των | πυρόλιθων & πυρολίθων |
| αιτιατική | τον | πυρόλιθο | τους | πυρόλιθους & πυρολίθους |
| κλητική | πυρόλιθε | πυρόλιθοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πυρόλιθος < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
πυρόλιθος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.