τσαΐρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσαΐρι | τα | τσαΐρια |
| γενική | του | τσαϊριού | των | τσαϊριών |
| αιτιατική | το | τσαΐρι | τα | τσαΐρια |
| κλητική | τσαΐρι | τσαΐρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσαΐρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çayır + -ι
Ουσιαστικό
τσαΐρι ουδέτερο (παρωχημένο)
- λιβάδι
- ακαλλιέργητη έκταση
- ※ -Ήρθα να σ'αφήσω το Βάρδα. Τι κάνει το Ολγάκι; -Αγγελοκρούεται όξω στο τσαΐρι. Σωθήκαν οι μέρες του (Μενέλαος Λουντέμης, αγέλαστη άνοιξη, 1971, σελ. 513 στην έκδοση Πατάκη, 2018)
Μεταφράσεις
τσαΐρι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.