τρῦχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | τρῦχος | τὰ | τρύχη - τρύχεᾰ |
| γενική | τοῦ | τρύχους - τρύχεος | τῶν | τρυχῶν - τρυχέων |
| δοτική | τῷ | τρύχει - τρύχεῐ̈ | τοῖς | τρύχεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | τρῦχος | τὰ | τρύχη - τρύχεα |
| κλητική ὦ! | τρῦχος | τρύχη - τρύχεα | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τρύχει - τρύχεε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τρυχοῖν - τρυχέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρῦχος < τρύχω
Ουσιαστικό
τρῦχος, -εος/-ους ουδέτερο
- φθαρμένο ρούχο, κουρέλι, ράκος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 185 (184-185)
- σκέψαι μου πιναρὰν κόμαν | καὶ τρύχη τάδ᾽ ἐμῶν πέπλων,
- Γιά δες τα βρόμικα μαλλιά μου, κοίτα | και τα κουρέλια που φορώ,
- Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- σκέψαι μου πιναρὰν κόμαν | καὶ τρύχη τάδ᾽ ἐμῶν πέπλων,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 501 (501-502)
- ἐγὼ δὲ τρύχει τῶιδ᾽ ἐμῶν πέπλων κόρας | δακρύοισι τέγξας ἐξομόρξασθαι θέλω.
- εγώ με το κουρελιασμένο μου το ρούχο | θέλω τα δάκρυά μου να σφουγγίσω.
- Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- ἐγὼ δὲ τρύχει τῶιδ᾽ ἐμῶν πέπλων κόρας | δακρύοισι τέγξας ἐξομόρξασθαι θέλω.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 185 (184-185)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τρύχω
Πηγές
- τρῦχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρῦχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.