τρύχω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τρύχω < τρύω
Ρήμα
τρύχω
- καταναλώνω, σπαταλώ, φθείρω, καταστρέφω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 125 (124-125)
- ἠδ᾽ ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσι, | τόσσοι μητέρ᾽ ἐμὴν μνῶνται, τρύχουσι δὲ οἶκον.
- αλλά κι αυτοί που κάνουνε κουμάντο στη βραχώδη Ιθάκη, | τόσοι της μάνας μου οι μνηστήρες, τόσοι λυμαίνονται το βιος μου.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἠδ᾽ ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσι, | τόσσοι μητέρ᾽ ἐμὴν μνῶνται, τρύχουσι δὲ οἶκον.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 305 (303-306)
- τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἀνέρες ὅς κεν ἀεργὸς | ζώῃ, κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργήν, | οἵ τε μελισσάων κάματον τρύχουσιν ἀεργοὶ | ἔσθοντες·
- Οργίζονται οι θεοί και οι άνθρωποι μ᾽ αυτόν που άεργος ζει, | όμοιος στο ήθος με τους χωρίς κεντρί κηφήνες, | που άεργοι των μελισσών τον κάματο καταναλώνουν | τρώγοντας.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἀνέρες ὅς κεν ἀεργὸς | ζώῃ, κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργήν, | οἵ τε μελισσάων κάματον τρύχουσιν ἀεργοὶ | ἔσθοντες·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 125 (124-125)
- (μεταφορικά) βασανίζω, ταλαιπωρώ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 666 (665-667)
- ἀλλά μοι δυσμόρῳ γᾶ φθίνου-|σα τρύχει λῆμα καὶ τάδ᾽ εἰ κακοῖς [κακὰ] | προσάψει τοῖς πάλαι τὰ πρὸς σφῷν.
- τη δύσμοιρη ψυχή μου κατατρώει | της χώρας ο καημός, αν πάνω στα παλιά δεινά | και τα δικά σας τα δεινά σωριάσετε.
- Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.473, @scaife.perseus
- χρησμοσύνη τρύχεσκεν· ἐπʼ ἤματι δʼ ἦμαρ ὀρώρει
- ※ Ανωνύμου, στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 12ο, επίγραμμα 88, @perseus.tufts.edu, @anthologiagraeca.org
- δισσοί με τρύχουσι καταιγίζοντες ἔρωτες,
- με βασανίζουν δύο έρωτες, που έρχονται σαν καταιγίδα
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- δισσοί με τρύχουσι καταιγίζοντες ἔρωτες,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 666 (665-667)
- (στην παθητική φωνή) βασανίζομαι, καταπονούμαι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 177 (176-177)
- ἀλλ᾽ ἄγετ᾽, ὄφρ᾽ ἐν νηῒ θοῇ βρῶσίς τε πόσις τε, | μνησόμεθα βρώμης μηδὲ τρυχώμεθα λιμῷ.»
- Εμπρός λοιπόν, όσο υπάρχει σ᾽ αυτό το γρήγορο καράβι βρώση και πόση, | ας θυμηθούμε το φαΐ, να μη μας βασανίζει κι άλλο η πείνα.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ἄγετ᾽, ὄφρ᾽ ἐν νηῒ θοῇ βρῶσίς τε πόσις τε, | μνησόμεθα βρώμης μηδὲ τρυχώμεθα λιμῷ.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 177 (176-177)
Συγγενικά
- τρυχηρός
- τρύχινος
- τρυχίον
- τρῦχος
Σύνθετα
- ἀποτρύχω
- ἐκτρύχω
- ἐντρύχομαι
- κατατρύχω
- περιτρύχω
- προεκτρύχω
Πηγές
- τρύχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρύχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.