τροπαιοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τροπαιοφόρος | η | τροπαιοφόρος & τροπαιοφόρα |
το | τροπαιοφόρο |
| γενική | του | τροπαιοφόρου | της | τροπαιοφόρου & τροπαιοφόρας |
του | τροπαιοφόρου |
| αιτιατική | τον | τροπαιοφόρο | την | τροπαιοφόρο & τροπαιοφόρα |
το | τροπαιοφόρο |
| κλητική | τροπαιοφόρε | τροπαιοφόρε & τροπαιοφόρα |
τροπαιοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τροπαιοφόροι | οι | τροπαιοφόροι & τροπαιοφόρες |
τα | τροπαιοφόρα |
| γενική | των | τροπαιοφόρων | των | τροπαιοφόρων | των | τροπαιοφόρων |
| αιτιατική | τους | τροπαιοφόρους | τις | τροπαιοφόρους & τροπαιοφόρες |
τα | τροπαιοφόρα |
| κλητική | τροπαιοφόροι | τροπαιοφόροι & τροπαιοφόρες |
τροπαιοφόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
τροπαιοφόρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.