-κοπώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

-κοπώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -κοπῶ < κόπ(ος) + [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈpo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -κοπώ

Επίθημα

-κοπώ

  1. δεύτερο συνθετικό ρημάτων που δηλώνουν ενέργεια συνεχή και έντονη, ή κατά σύστημα, με επανάληψη, με διάρκεια, όπου το κοπώ επιτείνει την έννοια του α΄συνθετικού. Πολλές φορές προέρχεται από ουσιαστικό που λήγει σε κόπος όπως το ξυλοκόπος αλλά όχι πάντα -μπορεί το ρήμα να σχηματίζεται και κατ' αναλογία
    λαμποκοπώ
    ξυλοκοπώ
    μεθοκοπώ
    γλεντοκοπώ
    γρονθοκοπώ
    πλευροκοπώ
    βροντοκοπώ
    φτεροκοπώ
    βρομοκοπώ
    ιδροκοπώ
    χαροκοπώ
    στραφτοκοπώ
    στρατοκοπώ
    σταυροκοπιέμαι

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.