-κοπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- -κοπώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -κοπῶ < κόπ(ος) + -ω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈpo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -κο‐πώ
Επίθημα
-κοπώ
- δεύτερο συνθετικό ρημάτων που δηλώνουν ενέργεια συνεχή και έντονη, ή κατά σύστημα, με επανάληψη, με διάρκεια, όπου το κοπώ επιτείνει την έννοια του α΄συνθετικού. Πολλές φορές προέρχεται από ουσιαστικό που λήγει σε κόπος όπως το ξυλοκόπος αλλά όχι πάντα -μπορεί το ρήμα να σχηματίζεται και κατ' αναλογία
- λαμποκοπώ
- ξυλοκοπώ
- μεθοκοπώ
- γλεντοκοπώ
- γρονθοκοπώ
- πλευροκοπώ
- βροντοκοπώ
- φτεροκοπώ
- βρομοκοπώ
- ιδροκοπώ
- χαροκοπώ
- στραφτοκοπώ
- στρατοκοπώ
- σταυροκοπιέμαι
Αναφορές
- "-κοπώ" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.