τριβέλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριβέλα οι τριβέλες
      γενική της τριβέλας
    αιτιατική την τριβέλα τις τριβέλες
     κλητική τριβέλα τριβέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τριβέλα < (άμεσο δάνειο) βενετική trivela [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /tri.ˈve.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τριβέλα

Ουσιαστικό

τριβέλα θηλυκό

Αναφορές

  1. Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 298.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.