τριαντάδραχμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τριαντάδραχμο τα τριαντάδραχμα
      γενική του τριαντάδραχμου των τριαντάδραχμων
    αιτιατική το τριαντάδραχμο τα τριαντάδραχμα
     κλητική τριαντάδραχμο τριαντάδραχμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τριαντάδραχμο < τριάντα + -δραχμο

Ουσιαστικό

τριαντάδραχμο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Το ελληνικό χαρτονόμισμα από το 1828 έως σήμερα (Αθήνα: Τράπεζα Πίστεως, [1979]), σ. 198.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.