τριαντάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τριαντάρι τα τριαντάρια
      γενική του τριανταριού των τριανταριών
    αιτιατική το τριαντάρι τα τριαντάρια
     κλητική τριαντάρι τριαντάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τριαντάρι < τριάντα + -άρι

Ουσιαστικό

τριαντάρι ουδέτερο

  1. (οικείο) ένα σύνολο από 30 (ή 30.000) όμοια πράγματα
  2. (οικείο) το 30%

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.